- γουρλωμένος
- η , ο вытаращенный, выпученный (о глазах)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γουρλώνω — γουρλώνω, γούρλωσα, γουρλωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γουρλωτός — ή, ό (για τα μάτια), αυτός που εξέχει από τις κόγχες, ο γουρλωμένος: Αδυνάτισε τόσο ώστε τα μάτια της έγιναν γουρλωτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γουρλώνω — γούρλωσα, γουρλωμένος, τεντώνω και ανοίγω υπερβολικά τα μάτια από θαυμασμό, φόβο κτλ.: Γούρλωσε τα μάτια της βλέποντας ένα ποντίκι στην κουζίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)