γουρλωμένος

γουρλωμένος
η , ο вытаращенный, выпученный (о глазах)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γουρλωμένος" в других словарях:

  • γουρλώνω — γουρλώνω, γούρλωσα, γουρλωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γουρλωτός — ή, ό (για τα μάτια), αυτός που εξέχει από τις κόγχες, ο γουρλωμένος: Αδυνάτισε τόσο ώστε τα μάτια της έγιναν γουρλωτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γουρλώνω — γούρλωσα, γουρλωμένος, τεντώνω και ανοίγω υπερβολικά τα μάτια από θαυμασμό, φόβο κτλ.: Γούρλωσε τα μάτια της βλέποντας ένα ποντίκι στην κουζίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»